στελεχώνω

στελεχώνω
στελέχωσα, στελεχώθηκα, στελεχωμένος, διορίζω τα στελέχη σε μια οργάνωση ή επιχείρηση: Στελέχωσε την επιχείρηση με εκλεκτούς ανθρώπους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • στελεχώνω — στελεχώνω, στελέχωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στελεχώνω — στελεχῶ, όω, ΝΑ [στέλεχος] νεοελλ. επανδρώνω οργάνωση, οργανισμό ή επιχείρηση με τα απαραίτητα για τη λειτουργία τους στελέχη αρχ. 1. σχηματίζω στέλεχος 2. οδηγώ σε πλήρη ανάπτυξη («οὐρανομήκεις ἀρετάς στελεχοῡν», Φίλ.) 3. παθ. στελεχοῡμαι, όομαι …   Dictionary of Greek

  • στελέχωση — η, Ν [στελεχώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στελεχώνω 2. το σύνολο τών στελεχών μιας οργάνωσης, ενός οργανισμού, μιας επιχείρησης ή ενός κόμματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”